Θα ΄θελα να ΄μουν η αλμύρα στις φτέρνες σου

Ήταν το καλύτερο χρώμα, εκείνο το σέπια
τ΄ουρανού, που ταίριαζε τόσο με το κύμα.
Τον ήχο του κύματος και την κίνηση φυσικά.
Γιατί το κάθετι, ακόμη κι ο γλάρος πετώντας χαμηλά,
ήταν κατάλληλα προετοιμασμένα και σε περίμεναν.

Ήταν όλα για ‘σένα στημμένα, για να χαρείς τη βόλτα σου.
Να ΄ξερες πόσες προετοιμασίες έκανε η φύση κάθε μέρα!
Να ΄ξερες τί χαρά μου ΄δινες κι εμένα. Εγώ, που λογικά
θα ήμουν ίσως κι ο μόνος που περίμενε τόσο, δε χόρταινα
να σε βλέπω. Ίσως να ενόμιζαν πως περίμενα να πέσει ο ήλιος,
μα όχι, είχα σκληρύνει τόσο πολύ που δεν αρκούσε – δυστυχώς.
Ότι περίμενα ήσουν εσύ, να σε δω να γίνεσαι το μοναδικό 
σημείο αναφοράς στο πιο απέραντο τοπίο, στο πάθος του 
κόκκινου ουρανού και τη φρεσκάδα της πέπλουσας θαλάσσης.

Έπαιρνες κάθε τέτοιαν περίπου ώρα τον ίδιον δρόμο… 
Δε ξέρω αν θα χαιρόμουν πιότερο να σε δω να κολυμπάς
ή αν αρκούσε αυτό που έβλεπα μέχρι να δύσει ο ήλιος.
Και καθώς εκείνος τη δουλειά του, δύοντας και κοκκινίζοντας,
εσύ προχώραγες και προχώραγες…
Πότε σταμάταγες, κοιτούσες χάμω κι έπαιρνες κάποιο αθώο
πετραδάκι στο χέρι σου και το κρατούσες. Πόσο αγνή φαινόσουν!
Είχε καιρό γυναίκα να φανεί έτσι αγνή όχι μπροστά μου μόνο,
μα σ΄όλη τη Φύση…

Θα ήθελα να σε πλησιάσω, να σε αγγίξω σαν το νερό,
μα πιο πολύ ΄θελα να ΄μουν η αλμύρα στις φτέρνες σου, 

για να μένω… 

ΚΑ


Σχολιάστε